περικλόνησις

περικλόνησις
-ήσεως, ἡ, Μ [περικλονώ]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικλονώ, το να σείει κανείς κάτι από όλες τις πλευρές
2. ταραχή, σύγχυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”